ἄρσης

ἄρσης
ἄρσης
NT
masc nom sg
ἄρσις
raising
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄρσεα — ἄρσης NT masc acc sg (epic ionic) ἄρσις raising fem acc sg ἄρσος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρση — ἄρσης NT masc voc sg ἄρσις raising fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄρσος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄρσος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρσου — ἄρσης NT masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη …   Dictionary of Greek

  • ἄρσα — ἄρδω water aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἄρσᾱ , ἄρσης NT masc nom/voc/acc dual ἄρσης NT masc voc sg ἄρσᾱ , ἄρσης NT masc gen sg (doric aeolic) ἄρσης NT masc nom sg (epic) ἄρσᾱ , ἄρσος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀραρίσκω join aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δήμας, Πύρρος — (Χειμάρρα, Αλβανία 1971 –). Αθλητής της άρσης βαρών, χρυσός ολυμπιονίκης. Κατέκτησε τρεις φορές χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο σε αγώνες άρσης βαρών, στη Βαρκελώνη το 1992 στην κατηγορία των 82,5 κιλών, στην Ατλάντα το 1996 στην κατηγορία των 83 κιλών… …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Καχιασβίλι, Κάχι — (Τσινβάλι Γεωργίας 1969 –). Αθλητής της άρσης βαρών και Ολυμπιονίκης. Ο πατέρας του είναι Γεωργιανός και η μητέρα του ελληνικής καταγωγής (το γένος Λαμπρινίδη). Είναι πτυχιούχος πολυτεχνείου, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το… …   Dictionary of Greek

  • Κόκκας, Λεωνίδας — (Κορυτσά, Αλβανία 1973 –). Αθλητής της άρσης βαρών και Ολυμπιονίκης. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1991. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1996 στην Ατλάντα κατόρθωσε να πάρει το αργυρό μετάλλιο στην κατηγορία των 91 κιλών, παρά τον σοβαρό τραυματισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”